- ηγεμονία
- η (AM ἡγεμονία)1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία τής Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες»4. κράτος («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.)5. η διακυβέρνηση μιας χώρας από έναν άρχοντα κληρονομικό ή αιρετό, όχι βασιλιάνεοελλ.-μσν.χώρα η οποία διοικείται από δεσπότη ή από ηγεμόνα, πριγκιπάτο («Παραδουνάβιες Ηγεμονίες»)μσν.-αρχ.το βασιλικό αξίωμα, η βασιλική εξουσίααρχ.1. το να προπορεύεται, να δίνει το παράδειγμα, να οδηγεί κάποιος («τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ» — με το παράδειγμα αυτών που βρίσκονται στην εξουσία, Πλάτ.)2. η εξουσία αυτού που διευθύνει το δικαστήριο («ἡ τοῡ δικαστηρίου ἡγεμονία», Αισχίν.)3. η αρχηγία φιλοσοφικής σχολής4. η πολιτική υπεροχή μιας ελληνικής πόλης πάνω σε άλλες5. το αξίωμα τού επάρχου6. η διοίκηση στρατιωτικού σώματος («μείζονες ἡγεμονίαι» — στρατιωτικές διοικήσεις, Αιλ.)7. στρατιωτικό σώμα8. το πρώτο και κύριο περιεχόμενο κάποιου πράγματος («ἡγεμονία τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι», Δίφιλ.)9. ρωμαϊκή διοίκηση («ἡ τῆς Ἰλλυρίδος ἡγεμονία», Ηρωδιαν.)10. άσκηση καθηκόντων ενός κυβερνήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, -όνος + κατάλ. -ία (πρβλ. κηδεμον-ία, πνευμον-ία)].
Dictionary of Greek. 2013.